πίθος

πίθος
I
Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς.
II
Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου.
* * *
ο, ΝΜΑ
μεγάλων διαστάσεων, ιδίως πήλινο, αγγείο με παχιά τοιχώματα και χείλη αλλά με μικρές λαβές, για την αποθήκευση υγρών και ξηρών προϊόντων, πιθάρι
2. «ταφικός πίθος» — πίθος στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τόν έθαβαν, κυρίως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους
νεοελλ.
φρ. «είναι πίθος τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη ματαιότητα μιας προσπάθειας, κατά τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια νερό για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια χωρίς πυθμένα, τα οποία, φυσικά, δεν γέμιζαν ποτέ
αρχ.
1. ο πιθίας*
2. ονομασία τάξης ουράνιων φαινομένων
3. φρ. α) «πίθος φρενῶν» — ταμείο γνώσεων, πολυμαθής
β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῑν» — το να κοπιάζει άδικα κάποιος
γ) «ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γενομένη» — επιχειρεί κάποιος άπειρος, ανειδίκευτος πολύ δύσκολο έργο
δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῑς» — έχεις άφθονα εφόδια, μεγάλη περιουσία
ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή τού τ. qeto —δοχείο, το μέγεθος τού οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια— (και πιθ. τού παραγώγου getijα) οδήγησαν στην απόρριψη ρίζας με δασέα σύμφωνα *bhidh- και στην αποδοχή ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και εναλλαγή φωνηεντισμού e/i, που φανερώνει δάνεια λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίθος — large wine jar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ τῶν Δαναίδων πίθος. — См. Бочка Данаид …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πίθοιν — πίθος large wine jar masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθοισιν — πίθος large wine jar masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθους — πίθος large wine jar masc acc pl πίθων little ape masc acc pl πιθόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθων — πίθος large wine jar masc gen pl πίθων little ape masc nom/voc sg πιθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθῳ — πίθος large wine jar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”